περιοικοδομώ

περιοικοδομώ
-έω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω ολόγυρα («τὴν αἱμασιὰν περιῳκοδόμησε ταύτην», Δημοσθ.)
2. περιτειχίζω, περιφράσσω («τὸ γὰρ χωρίον τοῡτο περιῳκοδόμησεν ὁ πατήρ», Δημοσθ.)
3. (το ουδ. εν. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ περιοικοδομημένον
ο περιφραγμένος με τοίχο χώρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + οἰκοδομῶ «κτίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιοικοδομία — ἡ, Α [περιοικοδομώ] η περιοικοδόμησις* …   Dictionary of Greek

  • περιοικοδόμημα — τὸ, Α [περιοικοδομώ] 1. τοίχος κτισμένος γύρω από οικοδόμημα, περίφραγμα 2. οι οικοδομές γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιοικοδόμησις — ήσεως, ἡ, Α [περιοικοδομώ] η οικοδόμηση γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”